μεταδόσιμος

μεταδόσιμος
η , ο [ος , ον ]
1) передаваемый; 2) мед. заразный, инфекционный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεταδόσιμος" в других словарях:

  • μεταδόσιμος — η, ο (Α μεταδόσιμος, ον) [μετάδοση] (για νόσημα) αυτός που μπορεί να μεταδοθεί, μεταδοτικός, κολλητικός νεοελλ. (για είδηση, πληροφορία κ.λπ.) αυτός τού οποίου η μετάδοση είναι δυνατή ή επιτρέπεται αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόσιμον βεβαίωση,… …   Dictionary of Greek

  • μεταδοσιμότητα — η [μεταδόσιμος] (για νόσημα) μεταδοτικότητα, κολλητικότητα, μολυσματικότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»